- ψυχάρι
- τουποκορ. του ψυχή1. μικρή πεταλούδα.2. στους Βυζαντινούς, ψυχοπαίδι, δούλος.3. αγαπημένη ύπαρξη, χαϊδεμένος, κανακάρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχάρι — (I) το / ψυχάριον, ΝΜΑ, και ψυχάριν Μ νεοελλ. μτφ. προσφώνηση αγαπητού, χαϊδεμένου προσώπου («ψυχάρι μου») νεοελλ. μσν. ψυχοπαίδι, δούλος αρχ. ψυχούλα («ἐάν του σμικρὸν ᾖ τὸ ψυχάριον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + υποκορ. κατάλ. άρι, άριο(ν)].… … Dictionary of Greek
бабочка — уменьш. от бабка бабушка . Это образование основано на представлении, что душа умершего продолжает жить в виде бабочки; см. Потебня, РФВ 7, 69; Преобр. 1, 10. Ср. еще русск. диал. душичка бабочка от душа (Горяев, ЭС 8), нов. греч. ψυχάρι бабочка … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
душичка — бабочка , яросл. От душа, подобно нов. греч. ψυχάρι бабочка от ψυχή душа ; см. Потебня, РФВ 7, 69. Ср. бабочка … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ψυχάριον — τὸ, ΜΑ βλ. ψυχάρι … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ψυχαρούδα — η, Ν πεταλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχάρι (ΙΙ) + κατάλ. ούδα (πρβλ. πεταλ ούδα)] … Dictionary of Greek